Νασάου

Νασάου
(Nassau). Πόλη (300.529 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα του νησιωτικού κράτους Μπαχάμες. Tο N. είναι και η μοναδική πόλη των νησιών, σημαντικότατος κόμβος αεροπορικών συγκοινωνιών (συνδέεται απευθείας με τις μεγαλύτερες πόλεις των HΠA και του Kαναδά). H πόλη ιδρύθηκε το 1729 πάνω στα ερείπια ενός παλιού χωριού των Άγγλων πειρατών και έχει ένα θαυμάσιο λιμάνι καθώς και μερικά κτίρια με ιστορική αξία. Oφείλει τη μεγάλη της ανάπτυξη στον τουρισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νάσαου — (Nassau). Πόλη της Γερμανίας, στο κρατίδιο Έσεν. Από την ονομασία της πόλης πήρε το όνομά του ένας οίκος ευγενών. Ο τίτλος των κομητών του Ν. εμφανίστηκε το 1160 με τον Ρουπέρτο B’. Αργότερα, με τις διάφορες κληρονομιές, οι κτήσεις διαιρέθηκαν,… …   Dictionary of Greek

  • Αδόλφος του Νασάου — (1255 – 1298). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους (1292 98). Γιος του κόμη του Νασάου Βάλραμ B’. Την άνοδό του στον θρόνο υποστήριξαν οι εκλέκτορες της περιοχής του Ρήνου, αφού προηγουμένως αποδέχτηκε όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • Μπαχάμες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στον Ατλαντικό ωκεανό. Αποτελείται από περίπου 700 νησιά και νησίδες, που βρίσκονται ΝΑ της πολιτείας Φλόριντα των ΗΠΑ και Α της Κούβας.Διασκορπισμένες σε μια θαλάσσια έκταση μεγαλύτερη από 1.000 τ. χλμ …   Dictionary of Greek

  • Οράγγης, κόμητες και πρίγκιπες της- — Τίτλος που έφεραν από τον 9o αι. τέσσερις οικογένειες. Η πρώτη, του Ζιρώ Αντεμάρ, έσβησε το 1175· η δεύτερη, του Μπω, έπαψε να υπάρχει από το 1373· η τρίτη, του Σαλόν Aρ λαί, τελείωσε με τον πρίγκιπα Φιλιβέρτο, που πέρασε από την υπηρεσία του… …   Dictionary of Greek

  • Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι …   Dictionary of Greek

  • Αλβέρτος — I Όνομα αυτοκρατόρων και μελών της δυναστείας των Αψβούργων. 1. Α. Α’ (1250 – 1308). Βασιλιάς της Γερμανίας και δούκας της Αυστρίας (1298 1308). Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ροδόλφου Α’ των Αψβούργων. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1291), δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ραβεστάιν, Ιωάννης-Αντώνιος — (Ravesteyn, 1572 – 1657 ή 1669). Ολλανδός ζωγράφος. Ήταν γιος υαλογράφου. Διακρίθηκε ως προσωπογράφος και κατατάσσεται ανάμεσα στους διασημότερους Ολλανδούς προσωπογράφους του πρώτου μισού του 17ου αι. Τα πρώτα του έργα ανάγονται στο 1611.… …   Dictionary of Greek

  • Τιρέν, Aνρί ντε Λατούρ, υποκόμης του- — (Turenne, 1611 – 1675). Στρατάρχης της Γαλλίας. Ήταν δευτερότοκος γιος του δούκα Ερρίκου του Μπουγιόν, πρίγκιπας του Σεντάν και της Ελισάβετ του Νασάου. Αρχικά πολέμησε στο πλευρό των πριγκίπων του Νασάου (1625 29) και στη συνέχεια τέθηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Άλστεντ, Γιόχαν Χάινριχ — (Johann Heinrich Alsted, Βάλετσμπαχ του Νάσαου 1588 – Άλμπα Γιούλια 1638). Θεολόγος και συγγραφέας. Ο Ά., που ήταν προτεστάντης, διετέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας στην Ακαδημία του Χέρμπουρν (1610) και της θεολογίας στην Άλμπα Γιούλια (1629). Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”